- ἐφελκοῦται
- ἐφελκόομαιbreak out into sorespres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφελκούμαι — ἐφελκοῡμαι, όομαι (Α) εκδηλώνομαι, ξεσπώ σε πληγή, σε έλκος, γίνομαι ελκώδης («οἱ πυρετοί, ἐν οἷσιν ἐφελκοῡται χείλεα», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑλκοῡμαι (< ἕλκος)] … Dictionary of Greek